μικροπολίτης

μικροπολίτης
μικροπολίτης, ὁ, θηλ. μικροπολῑτις (Α)
πολίτης, κάτοικος μικρής πόλης
αρχ.
το θηλ. ως επίθ. (για εκκλησία τού δήμου) αυτή που βρίσκεται σε μικρή, ασήμαντη πόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)-* + -πολίτης (< πόλις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μικροπολίτης — μῑ̱κροπολίτης , μικροπολίτης citizen of a petty state masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικροπολιτικός — ή, ό (Α μικροπολιτικός, ή, όν) [μικροπολίτης] νεοελλ. 1. αυτός που ασκεί μικροπολιτική ή που προέρχεται από μικροπολιτική 2. το θηλ. ως ουσ. η μικροπολιτική α) η αναγωγή ασήμαντων θεμάτων σε πρωτεύοντα και η ασχολία τού πολιτικού με μικρά… …   Dictionary of Greek

  • μικροπολίτας — μῑ̱κροπολίτᾱς , μικροπολίτης citizen of a petty state masc acc pl μῑ̱κροπολίτᾱς , μικροπολίτης citizen of a petty state masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • μικροπολίτις — μικροπολῑτις, ιδος, ἡ (ΑΜ) βλ. μικροπολίτης …   Dictionary of Greek

  • μικροπολιτῶν — μῑ̱κροπολιτῶν , μικροπολίτης citizen of a petty state masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικροπολίταις — μῑ̱κροπολίταις , μικροπολίτης citizen of a petty state masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικροπολίτου — μῑ̱κροπολίτου , μικροπολίτης citizen of a petty state masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”